- Βέδες
- Αρχαία σοφιολογικά ινδικά κείμενα. Ο όρος σημαίνει την ιερήγνώση (βέδα, σανσκρ. γνώση). Οι Β. θεωρούνται από την παράδοση ως άμεση απόρροια εκ του Όντος κατά την εξέλιξη της δημιουργίας του κόσμου και αποκάλυψη που έγινε στους ιερούς προφήτες, ενώ τα πιο διαφορετικά φιλοσοφικά συστήματα του ινδουισμού αναγνωρίζουν την απόλυτη εγκυρότητά τους. Τα πρώτα κείμενα των Β. χρονολογούνται κατά προσέγγιση μεταξύ 2000 και 1500 π.Χ., διακρίνονται όμως σαφώς σε αυτά στοιχεία πίστης και λατρείας που υπήρχαν στις Ινδίες προτού τις κατακτήσουν οι Άριοι και φέρουν σε αυτές την επικρατούσα θρησκεία. Αποτελούμενες από μεγαλειώδεις συλλογές ύμνων, προσευχών και τελετουργικών τύπων, είχαν διαιρεθεί στην αρχή σε τρεις ομάδες, ενώ αργότερα, όταν αναγνωρίστηκε η ιερότητα της Αθαρβαβέδα, έγιναν τέσσερις (ιερός αριθμός των Ινδών). Η παλαιότερη και πιο σημαντική ομάδα είναι η Ριγβέδα, ή βέδα των ύμνων, που συγκεντρώνει 1.028 ύμνους, κατανεμημένους σε 10 βιβλία, όπου οι πανηγυρικοί, οι τελετουργικές εξιλεωτικές περιγραφές, οι ιστορικοί και κοσμογονικοί ύμνοι εναλλάσσονται με τους σπανιότερους, σε μορφή διαλόγου, ύμνους. Λιγότερο σημαντική είναι η δεύτερη ομάδα, η Σαμαβέδα, ή βέδα των μελωδιών, η οποία προέρχεται απευθείας από την πρώτη και διαιρείται σε δύο μέρη. Είναι ενδιαφέρουσα για τα μουσικά της φθογγόσημα, που, αν και δεν μπορούν να ερμηνευθούν, αποτελούν το αρχαιότερο μνημείο λειτουργικής μουσικής. Η Γιατζουρβέδα, ή βέδα των τύπων των θυσιών, από την οποία είναι γνωστά πέντε κείμενα, συγκεντρώνει όλους τους τύπους των ιερών θυσιών, συμπεριλαμβανομένης και της ανθρωποθυσίας. Η μυθολογία της ομάδας αυτής είναι η ίδια, όπως και στις άλλες. Μερικές μόνο θεότητες, όπως ο Πρατζαπάτι, γνωστός ως κύριος του σύμπαντος, ο Βισνού και ο Σίβα, προσλαμβάνουν πιο έκδηλη προσωπικότητα. Η Αθαρβαβέδα, ή βέδα των μαγικών τύπων (μερικοί από τους οποίους προέρχονται από τη Ριγβέδα), αποτελείται από 20 βιβλία. Παρά τη βραχμανική αναμόρφωση που έχει υποστεί, όπως φανερώνει και η πιο σύγχρονη γλώσσα, διατηρεί τον αρχικό της χαρακτήρα, που είναι ίσως πιο παλιός από τον χαρακτήρα των άλλων Β. –η σύνταξή της φαίνεται ότι τοποθετείται γύρω στον 8o αι. π.Χ. Εκτός από τα θρησκευτικά πλαίσια των αρχαίων Ινδιών, οι Β. δίνουν επίσης το πρότυπο της ινδικής κοινωνίας μετά την κατάκτησή της από τους Αρίους. βεδική θρησκεία. Είναι η παλαιότερη φάση της θρησκευτικής ιστορίας των Ινδιών και ονομάστηκε έτσι επειδή στηρίζεται στις Β. Θα ήταν, περίπου, η θρησκεία των πληθυσμών που μιλούσαν την ινδοευρωπαϊκή γλώσσα (των Αρίων) και εγκαταστάθηκαν στις Ινδίες. Η βεδική φάση είχε τη φυσική της εξέλιξη στις βραχμανικές φάσεις (7ος-6ος αι. π.Χ., από τις βραχμάνες, ιερατικά υπομνήματα στις Β.) και στις ουπανισαδικές (μετά τον 6ο αι., από τις Ουπανισάδ, κείμενα θεολογικού χαρακτήρα). Η β.θ. παρουσιάζεται ως πολυθεϊσμός, ο οποίος στρέφεται γύρω από έναν oρισμένο αριθμό μεγάλων ενεργών θείων μορφών –όπως οι Ίντρα, Μίθρα, Βαρούνα, Άγκνι– που συνοδεύονται από θεότητες μυθικής (κοσμογονικής) περισσότερο σημασίας παρά λατρευτικής –όπως ο Διάου-πίτα, ένα είδος θεού-ουρανού, και ο Πρατζαπάτι– και από απειρία μικρότερων θεών ακαθόριστης μορφής. Πιθανώς, η πολυθεϊστική αυτή μορφή να μην οφείλεται στην ινδοευρωπαϊκή κληρονομιά, αλλά στην επαφή με αυτόχθονες πολιτισμούς (π.χ. το λεγόμενο Μοχέντζο Ντάρο, από τον κυριότερο τόπο αρχαιολογικών ανακαλύψεων), που κι αυτοί με τη σειρά τους προήλθαν από την επίδραση ανώτερων πολιτισμών της Εγγύς Ανατολής. Παρ’ όλα αυτά, η μορφή αυτή αποδεικνύεται ότι είναι δευτερεύουσα, ακριβώς για τις βραχμανικές και ουπανισαδικές εξελίξεις της βεδικής εποχής, που θέτουν υπό κρίση την πολυθεΐα και αντιτάσσουν στην καθορισμένη δύναμη των θείων μορφών μια δυναμικότητα απρόσωπων δυνάμεων, που αποδίδονται με τις έννοιες: ότζας (ζωτικότητα, δημιουργικότητα), σράδα (η πίστη ως πηγή ενέργειας), τάπας (ζήλος, προϊόν άσκησης) κλπ. Στο μεταξύ, στη θεώρηση του κόσμου ως κατανεμημένου σε θείες μορφές (διακριτικό της πολυθεΐας) αντιτίθεται η πλήρης και παγκόσμια θεώρηση του κόσμου που εκφράζεται με έννοιες όπως βράχμαν (η ίδια η ύλη του όντος) και άτμαν (η ψυχή, κατά κάποιον τρόπο, των πραγμάτων), οι οποίες συντελούν στο να θεωρείται ως απατηλή όψη (μάγια) καθετί που είναι ή φαίνεται ότι είναι τμηματικό, υποδιαιρεμένο. Από την κρίση αυτή της βεδικής πολυθεΐας γεννήθηκε και εξακολουθεί μερικώς το αυτόχθονο προάριο ρεύμα, μια νέα πολυθεΐα, ο ινδουισμός· γεννήθηκαν όμως και τα μυστικιστικά ασκητικά κινήματα, και οι μεγάλες ετερόδοξες θρησκείες (βουδισμός, τζαϊνισμός). Η δευτερεύουσα σημασία της πολυθεϊστικής μορφής φαίνεται ακόμα και από ορισμένες ιδιότητες, που διακρίνουν τη β.θ. από τις άλλες πολυθεϊστικές θρησκείες όπως η έλλειψη ναών και δημόσιας λατρείας. Ενοποιητικό στοιχείο είναι το ιερατείο και η κοινωνική σταθερότητα που παρέχει η τριχοτόμηση σε κάστες: η πρώτη (των βραχμάνων, από τους οποίους προέρχονται οι ιερείς) στην υπηρεσία της λατρείας, η δεύτερη (των κσατρίγια, από τους οποίους προέρχονται οι πολεμιστές και οι βασιλιάδες) στην υπηρεσία του πολέμου και η τρίτη (των βαΐσια) στην υπηρεσία της οικονομικής παραγωγής. Κεντρικό θέμα είναι η τοποθέτηση κάθε επιμέρους πράξης σε μια παγκόσμια τάξη (ρτα) που πρέπει όχι μόνο να διατηρείται αλλά και να προωθείται μέσω της κατεξοχήν ιερής πράξης: της θυσίας. Η θρησκευτική ζωή της βεδικής περιόδου έχει ως κέντρο της τη θυσία: οι θεοί, συνήθως αδιάφοροι, από επικίνδυνοι για κάποια προσβολή που τους έγινε, μπορεί να γίνουν ευνοϊκοί ύστερα από μια θυσία και να εξασφαλίσουν τα υλικά εκείνα αγαθά (ζωή, πλούτο, απογόνους, συγκομιδή) που η βεδική κοινωνία εκτιμά καλύτερα. Οι θυσίες, πολυάριθμες και ποικίλης διάρκειας και σύνθεσης, υποδιαιρούνται σε επίσημες (σράουτα) και οικογενειακές (γρίχια), στις οποίες δεν είναι απαραίτητος ο ιερέας, γιατί μπορεί να εκτελέσει χρέη ιερουργού ο αρχηγός της οικογένειας, υποβοηθούμενος από τη σύζυγό του. Αφού δεν υπήρχαν ναοί, ακόμα και οι επίσημες θυσίες γίνονταν στην ύπαιθρο. Ο αγιαζόμενος τόπος γίνεται άξονας του κόσμου, στον οποίο ο εισερχόμενος πραγματοποιεί το πέρασμα από το ανθρώπινο επίπεδο στο ουράνιο. Μεσάζων μεταξύ ανθρώπου και θεού είναι ο ιερέας, ο μόνος που γνωρίζει όλη την τεχνική των ιεροπραξιών, των οποίων το αποτέλεσμα μπορεί να ακυρωθεί ακόμα και από το παραμικρό σφάλμα που θα γίνει κατά τη διάρκειά τους. Μπροστά σε τρία θυσιαστήρια για τις τρεις ιερές πυρές, ο χοτρ (ο επικαλούμενος) απαγγέλλει τους ύμνους της δοξολογίας, ο ουδγατάρ (ψάλτης) συνοδεύει με άσματα τα διάφορα μέρη της ιεροπραξίας, ο αδαβαργιού (θύτης) εκτελεί το υλικό μέρος της θυσίας, ενώ ο Βραχμάν, ο επικεφαλής των ιερέων, ελέγχει και συντονίζει τις κινήσεις.
Dictionary of Greek. 2013.